- ἀπέτισε
- ἀπέτῑσε , ἀποτίνωrepayaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηρευτής — ὁ, Μ [τυρεύω] 1. τυρευτήρ* 2. μτφ. πανούργος, δολοπλόκος («ὁ τυρευτὴς δὲ τῶν κακῶν ἀπέτισε τὴν δίκην», Κ. Μανασσ.) … Dictionary of Greek